- κεδρίας
- κεδρίᾱς , κεδρίαoil offem acc plκεδρίᾱς , κεδρίαoil offem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζώπισσα — η (Α ζώπισσα) νεοελλ. μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίων αρχ. 1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία 2. το ρετσίνι τού πεύκου … Dictionary of Greek